κόσκινα

κόσκινα
κόσκινον
sieve
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κόσκινα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 376 κάτ.) της Εύβοιας. Τα Κ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νησιού, 64 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Διστύων του νομού Ευβοίας. Πανοραμική άποψη του οικισμού Κόσκινα στην Εύβοια …   Dictionary of Greek

  • Суюлдзоглу, Нелли — Нелли Суюлдзоглу  Серайдари (греч. Έλλη Σουγιουλτζόγλου Σεραϊδάρη Айдын 23 ноября 1899  Афины 17 августа 1998)  одна из первых гречанок фотографов с международным признанием, более известная в мире фотографии под её английской… …   Википедия

  • κοσκινάς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διονύσιος. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά πολέμησε στον τακτικό στρατό των Επτανησίων. Αργότερα μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εκεί καθώς και στην εκστρατεία της Αττικής. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) …   Deutsch Wikipedia

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινάδικο — το [κοσκινάς] εργαστήριο όπου κατασκευάζονται κόσκινα, κοσκινοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κοσκινοποιός — ο (Α κοσκινοποιός) αυτός που κατασκευάζει κόσκινα, ο κοσκινάς …   Dictionary of Greek

  • κοσκινοπωλείο — το κατάστημα όπου πωλούνται κόσκινα …   Dictionary of Greek

  • κοσκινοπώλης — ο (Α κοσκινοπώλης) αυτός που πουλά κόσκινα, ο κοσκινάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”